καναστραίον

καναστραίον
καναστραῑον, τὸ (Α) [κάναστρον]
1. επιγρ. αγγείο με μορφή κανίστρου
2. στον πληθ. τά καναστραία
(κατά το λεξ. Σούδα) «κοῑλά τινα ἀγγεῑα».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κανάστραιον — Κανάστραιος masc acc sg Κανάστραιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιούρι — I Ακρωτήριο που βρίσκεται στη νοτιοδυτική Χαλκιδική στο δυτικό άκρο του κόλπου της Κασσάνδρας. Είναι το Καναστραίον άκρο των αρχαίων. II Όνομα 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα της ομώνυμου δήμου. 2 …   Dictionary of Greek

  • πυλίς — ίδος, ἡ, Α 1. μικρή πύλη («τὴν κατά Καναστραῑον πυλίδα», Θουκ.) 2. στον πληθ. αἱ πυλίδες είδος ασθένειας τού πρωκτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + επίθημα ίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”